- ουτρικουλαρία
- Γένος φυτών της οικογένειας των λεντιβουλαριιδών (δικοτυλήδονα), του οποίου πιο αξιόλογο είδος είναι η ο. η κοινή, υδροχαρές φυτό που αναπτύσσεται στα έλη, στα χαντάκια και στους ορυζώνες. Στην Ελλάδα απαντά σε στάσιμα νερά από τη Θεσσαλία και πάνω. Κατά τη διάρκεια του χειμώνα μένει βυθισμένη στον βυθό και μόνο το καλοκαίρι ανεβαίνει προς την επιφάνεια για να αναπτύξει τα άνθη της, που είναι χρυσοκίτρινα και έχουν στεφάνη που προεκτείνεται σε κωνικό πλήκτρο. Τα άνθη φέρονται πάνω σε κοκκινομελανούς ποδίσκους και σχηματίζουν αραιούς επάκριους βότρεις πάνω από την επιφάνεια του νερού. Τα φύλλα είναι τριχοειδώς κατεσχισμένα και φέρουν μικρά ωοειδή, πιεσμένα στην κορυφή, κυστίδια με πώμα, που είναι εφοδιασμένα κοντά στο άνοιγμα με τρίχες. Υποθέτουν, αλλά δεν έχει οριστικά αποδειχτεί, ότι τα κυστίδια αυτά θα μπορούσαν να συλλαμβάνουν μικρά υδρόβια ζωύφια, από τα οποία να τρέφεται το φυτό.
Ουτρικουλαρία: το φυτό αυτό αναπτύσσεται βυθισμένο στο νερό και μόνο τα άνθη του βγαίνουν έξω.
* * *και ουτρικουλάρια, ηβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων ποωδών υδρόβιων ή χερσαίων φυτών τής τάξης σκροφουλαριώδη, χαρακτηριστικό τών οποίων είναι η ύπαρξη μικρών κενών σάκων-παγίδων για τη σύλληψη και πέψη προνυμφών, σκουληκιών και άλλων μικρών ζώων.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. utricularia < λατ. utriculus «μικρός ασκός» + κατάλ. -aria].
Dictionary of Greek. 2013.